κουτσάφτης

κουτσάφτης
ο (Μ κουτσοάφτιος και κουτσάφτιος)
αυτός που έχει κομμένο το ένα ή και τα δύο του αφτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο-* + αφτί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Agelasta — In Greek mythology, Agelasta (Ἀγέλαστος in Ancient Greek or Αγέλαστη Modern Greek smile less ) was the name of the stone on which Demeter rested during her search for Persephone.In modern culture, Agelasta inspired the title of a documentary by… …   Wikipedia

  • κουτσο- — (Μ κουτσο ) α συνθετικό λ. τής Μεσαιωνικής και κυρίως τής Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το επίθ. κουτσός ή το επίρρ. κουτσά και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι κομμένο, κολοβωμένο (κουτσόγλωσσος, κουτσοκέφαλος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”